-
1 ζεύγλη
ζεύγλ-η, ἡ,A loop attached to the yoke ([etym.] ζυγόν), through which the beasts' heads were put,χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il.17.440
;ἔζευξα.. ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα A.Pr. 463
; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Hdt.1.31;βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi.P.4.227
; ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Luc.DMar.6.2.
См. также в других словарях:
ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… … Dictionary of Greek